Οι Γέτες μαζί με τους Δάκες αποτελούσαν τα βορειότερα θρακικά φύλα που ήταν εγκατεστημένα στις περιοχές πέραν του Ίστρου, ο οποίος σήμερα κυλά τα νερά του με το όνομα Δούναβης.
Λόγω αυτής ακριβώς της γεωγραφικής τους τοποθετήσεως ήταν πιο αποκομμένοι από τους υπολοίπους Θράκες και έρχονταν σε πιο άμεση επαφή με τις βαρβαρικές φυλές που κατά καιρούς κατέρχονταν από την βόρεια Ευρώπη ή εισέρχονταν σε αυτήν από τις Ασιατικές στέπες. Το υδάτινο εμπόδιο του Δουνάβεως αφ' ενός και τα σκιώδη αχανή δάση της χώρας μέσα στα οποία κατοικούσαν αφ' ετέρου στάθηκαν η αιτία τού να μην γνωρίζουμε πολλά για την ιστορική τους διαδρομή. Και όπως η Θράκη ήταν η μεγάλη δεξαμενή των μύθων: Ορφεύς, Διόνυσος, κ. α. δεν άργησε να δημιουργηθεί και ο «γετικός μύθος». Και μεταξύ των Γετών, ο Ζάμολξις. Η δημιουργία του μύθου Οι Γέτο- δάκες μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση και τον εποικισμό της χώρας τους έζησαν σε αυτήν, σχεδόν απομονωμένοι από τους υπολοίπους λαούς της Μεσογείου, μέσα στην ασφάλεια που τους παρείχε το φυσικό εμπόδιο του ποταμού Ίστρου. Για αιώνες, οι υπόλοιπες φυλές, ακόμα και αυτές των άμεσων συγγενών τους, Θρακών, είτε δεν περνούσαν ποτέ το ποτάμι, είτε εάν το περνούσαν έστεκαν ενεοί μπροστά στα σκιώδη δακικά δάση και έπαιρναν την οδό της επιστροφής μη τολμώντας να εισχωρήσουν σε αυτά. Από αυτήν την οδό της επιστροφής, έφτασε ο αρχαίος κόσμος στον μύθο. Μέσα από την άγνοια για αυτόν τον λαό και από το μυστήριο που τον τύλιγε, δημιουργήθηκε ο «γετικός μύθος». Ο μύθος για κάποιον υπερβόρειο λαό που ζούσε σε μια παράξενη μυθική χώρα τόσο πλούσια όσο και ανεξερεύνητη. Μια χώρα γεμάτη πολύτιμους λίθους με μαγικές ιδιότητες, λίθους που εμπεριείχαν δυνάμεις και μυστήρια. Ένα ακόμα γεγονός που της πρόσθετε μια επιπλέον γοητεία. Μια χώρα στην οποία φύονταν τα βότανα που η Μήδεια έφτιαχνε τα δηλητήρια της. Το ίδιο το ποτάμι, ως μια προσωποποιημένη θεότητα, ο ιερός Ίστρος, γινόταν υπερασπιστής αυτής της χώρας και του λαού της εμποδίζοντας κάθε εισβολέα να περάσει ή καταποντίζοντας τον. Έτσι έκρυβε από τα βλέμματα των εισβολέων το μυστικό της. Και όποιος κατάφερνε να γλιτώσει από το ποτάμι τον εξαφάνιζε το δακικό δάσος. Το φοβερό δακικό δάσος. Το δάσος ήταν το σκοτεινό βάθος όπου εξυφαίνετο, το μυστικό του γετο-δακικού μύθου. Για τον νου των αρχαίων όλα αυτά ήταν όχι μόνο ένας μύθος που ενέπνεε φόβο, αλλά κάτι μαγικό, που πήγαζε από το πνεύμα αυτού του λαού, και γινόταν υπερασπιστής του, κρύβοντας την πραγματικότητα. Ο «γετικός μύθος» άρχισε να πλάθεται από τους Έλληνες. Οι Αμαζόνες του Ομήρου που με την βασίλισσα του Πενθεισίλια παίρνουν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, φέρονται από την παράδοση ως γυναίκες των Γετο-δακών. Οι ίδιοι οι Γετο-δάκες πολεμούν εναντίον των Αχαιών. Και ο μύθος συνεχίζεται στους Ρωμαίους. Για τους Ρωμαίους ο Ίστρος ήταν το υπερβόρειο όριο, από οπού άρχιζαν οι γαίες του γετικού λαού. Ο Μαρτιάλης στα Επιγράμματά του κάνει υπαινιγμούς στο μυστήριο και στους κινδύνους αυτής της χώρας, την ίδια στιγμή που ένας αυτοκράτωρ όπως ο Δομιτιανός γνώριζε εκεί την ατυχία των όπλων. Ο κατακλυσμός, τον οποίον περιμένει ο αρχαίος κόσμος πως θα έρθει να βάλει τέρμα στην ανθρωπότητα, για τους Ρωμαίους, σχεδόν σίγουρα, θα προέλθει από τον Δούναβη που με ένα μόνο κύμα του θα καταπνίξει την αυτοκρατορία. Ο Σενέκας σε μια μεγαλειώδη διήγηση του περιγράφει το πώς, όταν ο Δούναβης εξαπολυόμενος, θα υψώσει τα ύδατα του έως τον ουρανό και «μέσα σε μια μόνη κατακλυσμιαία δίνη, θα καλύψει μια απέραντη έκταση γαιών και πόλεων.» Όταν έγραφε αυτή την σελίδα, που θυμίζει το τρομακτικό όραμα του κατακλυσμού του Μιχαήλ Αγγέλου, (Capela Sixtina), ο φιλόσοφος προαισθάνετο και ίσως δεν γελάστηκε, ότι από εκεί, από τον Δούναβη, αν και όχι τόσο σύντομα αλλά ούτε και πολύ αργά, θα προερχόταν το τρομερό θέαμα της «μοιραίας ημέρας», στα αλήθεια το τέλος του κόσμου. Μια ακόμα μεταξύ των άλλων προφητειών του Σενέκα. Και θα εκπληρώνετο όχι με τα νερά του Δουνάβεως, αλλά με την βία των Γότθων οι οποίοι, πράγμα παράξενο -με το όνομα των Γετών, και με την ίδια ιστορία μετασχηματισμένη σε δική τους ιστορία, και με θεό τον Ζάλμοξη, και όχι τον θεό της Βαλχαλά- θα ανέτρεπαν όλον τον αρχαίο κόσμο και θα έφταναν νικηφόροι έως την Ισπανία. Το μυστικό της χώρας των Γετών παρέμενε φυλαγμένο ακόμα και την εποχή του Σενέκα. Ο φιλόσοφος γράφει με κάθε ακρίβεια μόνο για το μεγάλο ποτάμι που περίζωνε την χώρα, και για τις ελληνικές πόλεις που ήταν διασπαρμένες στις ακτές του Πόντου. Όσο για τα υπόλοιπα, τίποτα περισσότερο παρά μόνο τη φήμη για τα φοβερά γετικά τόξα. Τόσα μπορούσε να γνωρίζει ο Σενέκας, και κανείς άλλος δεν γνώριζε περισσότερα. Ο Δούναβης φύλαγε καλά τα μυστικά του. Οι άνθρωποι κρύβονταν στα βουνά- Daci montibus inhaerent. Τα δάση ήταν σκοτεινά και κάλυπταν ολόκληρη την γεμάτη κινδύνους χώρα. Αλλά και αφότου καταλαμβάνουν τη χώρα και την εποικίζουν, οι Ρωμαίοι δεν περιγράφουν από αυτήν παρά μόνο συγκεκριμένα γεγονότα. Ποτέ δεν έγραψαν την πραγματική ιστορία των Γετών, την ιστορία του «Γετικού μύθου», πολύ μεγαλύτερη και πιο σημαντική από αυτήν των συγκεκριμένων πράξεων τις οποίες ονομάζουμε ιστορικές. Το συγκεκριμένο γεγονός φθείρει, δεν εξυπηρετεί παρά μόνο μια διήγηση. Ο Μύθος είναι αιώνιος και ακόμα και αν παίρνει διάφορες μορφές και συνηθίζει να κρύβεται, η αλήθεια του είναι παρούσα και προβάλλεται στο μέλλον. Η γετική ιδέα είναι ένας από τους πιο έμμονους και ισχυρούς μύθους της φαντασίας των αρχαίων. Στην ιστορία λοιπόν αυτής της χώρας και αυτού του λαού διακρίνονται δύο πλάνα του Γετο-δακικού κόσμου τα οποία και θα πρέπει να διαχωρίσουμε. Το ένα πλάνο είναι το πραγματικό της άμεσης γνώσεως που είχαν ξεκάθαρο οι αρχαίοι, από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τους Ρωμαίους, μέσω των πολέμων. Αυτό το συμπληρώνουν οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις με τα ευρήματα που φέρνουν στο φως, πολύ λίγα στην πραγματικότητα, αφού επρόκειτο περί ενός «πολιτισμού του ξύλου». Οι Γέτες και ο Ίστρος, για τους Έλληνες, όπως οι Δάκες και ο Δανούβιος για τους Ρωμαίους είναι ακριβή ονόματα σε αυτό το πλάνο. Το άλλο πλάνο, είναι το πλάνο του «Γετικού μύθου» που πλάστηκε απο τους Έλληνες και υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους. Εκεί υπάρχει η μυθική χώρα των Γετών και ο «ιερός Ίστρος», από οπού θα προέλθει ο κατακλυσμός, με το δέλτα και τις χίλιες εκβολές. Ένας κόσμος πρωτόγονου θάρρους, καθαρότητας και δικαιοσύνης. Για τους αρχαίους ήταν δεδομένη η ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει κάπου μακριά, στην Δύση ή τον Βορρά ένας κόσμος αδιατάρακτης ευτυχίας, φυλαγμένος από κάθε παρείσφρηση. Ένας κόσμος όπως αυτός των Ηλυσίων Πεδίων που η ζωή των ανθρώπων θα θυμίζει εκείνη των θεών και που δεν θα ανήκει μόνο σε όσους οι θεοί αποφάσισαν να εγκαταστήσουν εκεί και οι οποίοι δεν θα είναι είτε πνεύματα, είτε ημίθεοι και ήρωες. Ένας κόσμος ανθρώπινης ευτυχίας φτιαγμένος για τους ανθρώπους. Τέτοιοι κόσμοι πρέπει να υπάρχουν αλλά είναι μυστικοί. Κρύβονται στους ψηλούς βράχους άγνωστων βουνών. Στην Μαρπέσια του Καυκάσου οι Αμαζόνες. Στα Καρπάθια οι Γέτες. Φαίνεται πως αυτοί ήταν πιο δίκαιοι από τις Αμαζόνες, αφού κάπου στην χώρα τους, στην νήσο Λευκή, στα παράλια του Πόντου, η Θέτις μετέφερε τον Αχιλλέα, για να κατοικήσει αιώνια. Ήταν τραχείς και αθώοι, «το άγριο καλό» των αρχαίων. Μέσα από την νοσταλγία για ένα τέτοιο κόσμο το πρώτο πλάνο συχνά ταυτίστηκε με το δεύτερο. Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτήν την διάκριση τώρα μπορούμε να εξετάσουμε τις ιστορικές και φιλολογικές πηγές τις σχετικές με την ιστορία των Γετο-δακικών φύλων. Καταγωγή και πατρίδα των Γετο-δακικών φύλων Πανάρχαια κοιτίδα των Γετο-Δακικών φύλων υπήρξε η άνω του ποταμού Ίστρου, (σημερινού Δουνάβεως) περιοχή, που εκτείνετο από τα όρη των Καρπαθίων έως τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Με δύο λόγια, η περιοχή που καλύπτει η σημερινή νότιο-ανατολική Ρουμανία. Στην ιστορία έγιναν γνωστοί ως Γέτες, όνομα που τους έδωσαν οι Έλληνες, ενώ η χώρα τους έμεινε γνωστή ως Δακία, όνομα που της έδωσαν οι Ρωμαίοι. Αυτή η «ιδιομορφία» οφείλεται στο ότι εμείς οι Έλληνες γνωρίσαμε πιο καλά τους Γέτες εξαιτίας του γεγονότος ότι εκείνοι αλλάζανε ακαταπαύστως οικισμούς και περνούσαν από την μια στην άλλη όχθη του Ίστρου, ανακατεύομενοι με τους υπολοίπους Θράκες και τους Μύσιους, αλλά και λόγω του ότι κατοικούσαν στα ανατολικά της χώρας προς τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας τα οποία και αποικίστηκαν από Έλληνες. Οι άποικοι έρχονταν σε επαφή κυρίως με τους Γέτες με τους οποίους συνόρευαν, με αποτέλεσμα να τους ονομάσουν όλους Γέτες. Σε αυτό συνέβαλλε και το γεγονός ότι είχαν κοινή καταγωγή αλλά μιλούσαν και την ίδια γλώσσα με τους Δάκες οι οποίοι κατοικούσαν δυτικά, στην ενδοχώρα, κατά μήκος του Ίστρου, συνορεύοντας με τα Γερμανικά-γοτθικά φύλλα. Όταν οι Ρωμαίοι με την σειρά τους κατέλαβαν την χώρα, ήρθαν κυρίως σε επαφή με τους Δάκες με αποτέλεσμα, κατά την συνήθεια τους, να ονομάσουν την νεοκατακτημένη χώρα Dacia Felix. (ευτυχισμένη Δακία). Έκτοτε και τα δύο ονόματα χρησιμοποιούνταν εξ ίσου για να δηλώσουν τα θρακικά φύλλα του Δουνάβεως και των Καρπαθίων. Τα στοιχεία που μας διασώζει η ιστορία για αυτά τα θρακικά φύλα και για την χώρα που κατοικούσαν δεν είναι πολλά. Για τον αρχαίο κόσμο, η Δακία των τρομερών πολεμιστών των Καρπαθίων και του θεού Ζάλμοξi ήταν, μέχρι την κυριαρχία του Τραϊανού, μια τραχιά χώρα, σχεδόν αδιάβατη, τυλιγμένη στο μυστήριο. Κανείς δεν γνώριζε καλά τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε αυτό το στεφάνι των βουνών, και ούτε από πότε είχαν την συνήθεια να κατεβαίνουν για να πολεμούν εκτός των συνόρων τους. Οι άνθρωποι αυτοί, -Γέτες ή Δάκες αθάνατοι- κaι η χώρα τους, ήταν ερμητικά κλειστοί για τους αρχαίους. Οι Έλληνες τους πλησίασαν μόνο στα παράλια της θάλασσας του Πόντου, χωρίς να ριψοκινδυνεύσουν πολύ στο εσωτερικό. Έξάλλου οι Έλληνες σαν ως ναυτικός και εμπορικός λαός, πάντοτε ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως για τα παράλια τα οποία και αποικούσαν ιδρύοντας πόλεις, πολλές εκ των οποίων υφίστανται και ευημερούν έως και σήμερα, ενώ έτρεφαν μια παράξενη «αποστροφή» για την ενδοχώρα. Οι Ρωμαίοι με την σειρά τους, μέχρι την κατάληψη της χώρας γνώρισαν μόνο τους Δάκες πολεμιστές. Ο Δούναβης τους ενέπνεε φόβο. Ωστόσο αυτές οι φυλές δεν μας είναι εντελώς άγνωστες. Οι πρώτες άμεσες πληροφορίες μας προέρχονται από τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς Ηρόδοτο, Στράβωνα, κ.α., καθώς και απο τους Έλληνες αποίκους των παραλίων της Μαύρης θάλασσα. Γνώριζαν μάλιστα και τις μεταξύ τους διαιρέσεις. Ο Στράβων σημειώνει σχετικά: «Υπάρχει, - λέει μιλώντας περί της χώρας των Γετών,- και μια άλλη παλαιότερη διαίρεση της χώρας, σύμφωνα με την οποία μερικοί ονομάζονται Δάκες και οι άλλοι Γέτες. Τους έλεγαν Γέτες ή Δάκες, και οι Έλληνες οι οποίοι τους θεωρούσαν συγγενείς των Θρακών- «τους πιο γενναίους και τους πιο δίκαιους μεταξύ των Θρακών», σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, - έλεγαν ότι ο θεός του πολέμου Άρης, γεννήθηκε μεταξύ τους.» Γνώριζαν όμως πως μια τέτοια ιδέα μπορούσε να είναι μονάχα ένας θρύλος, γιατί άλλος θεός, πιο μεγάλος και μόνος , κυριαρχούσε στις τύχες αυτού του λαού. Οι Δάκες πίστευαν στον Ζάλμοξi. Και ο Πλάτων ισχυρίζετο ότι ο Ζάλμοξις έκανε αυτούς τους ανθρώπους αθανάτους. Ο Ηρόδοτος, ο οποίος μας εξηγεί την μυθολογική καταγωγή αυτού του λαού, μας δίνει και τις πιο παλιές πληροφορίες περί της ιστορίας, των ηθών και της θρησκείας του. Οι Γέτες, αν και εθνικώς ανήκαν στους Θράκες συνόρευαν και κάποτε αναμειγνύονταν με τους Σκύθες, διέφεραν όμως ουσιαστικά και από τους μεν και απο τους δε. Νόμιζαν τους εαυτούς τους αθανάτους και πίστευαν ως θεό τον Ζάλμοξη. Αυτός ήταν μια προσωπικότητα βαθιά επηρεασμένη από τον ορφισμό, αν και κάποιες ιστορικές μαρτυρίες ,τον θέλουν πολύ μεταγενέστερο του Πυθαγόρα και ο ίδιος έδρασε εντελώς έξω από τους χώρους που αναπτύχθηκε το ορφικό κίνημα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)